- καρίνα
- quille
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καρίνα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,5. Διεθνώς ονομάζεται Carina 491. * * * και… … Dictionary of Greek
καρίνα — η (λ. λατ.), η τρόπιδα των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… … Dictionary of Greek
ακαρίνωτος — η, ο [καρίνα] 1. αυτός που δεν έχει καρίνα (για καΐκι) 2. ο αστάχωτος, αβιβλιοδέτητος (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
εϋστείρη — ἐϋστείρη, ἡ (Α) (για πλοίο) με ωραία καρίνα («ἐϋστείρης... νηός», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στείρα «καρίνα»] … Dictionary of Greek
εύτροπις — εὔτροπις, ἡ (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή τρόπιδα, καλή καρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπις, ιδος «καρίνα»] … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… … Dictionary of Greek
τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] … Dictionary of Greek
υποτρόπιο — το / ὑποτρόπιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υποτρόπιο πρόσθετη ξύλινη ή μεταλλική τρόπιδα, προσαρμοσμένη στην τρόπιδα τού πλοίου, κν. κόντρα καρίνα αρχ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την τρόπιδα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής»… … Dictionary of Greek